- δημοσιονομία
- ηεπιστήμη που ασχολείται με τα δημόσια οικονομικά, η δημόσια οικονομία.[ΕΤΥΜΟΛ. < δημοσιονόμος. Η λ. μαρτυρείται στον Ιωάν. Σούτζο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δημοσιονομία — η η επιστήμη που μελετά και ερευνά τα δημόσια οικονομικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δημοσιονομικός — ή, ό Ι. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη δημοσιονομία ή στον δημοσιονόμο 2. φρ. α) «δημοσιονομικές λειτουργίες» οι διοικητικές κρατικές λειτουργίες που είναι αρμόδιες για την είσπραξη και τη λογιστική διαχείριση τών δημόσιων εσόδων και για τη … Dictionary of Greek
απόσβεση — Όρος που χρησιμοποιείταιμε διάφορες σημασίες σε διάφορους κλάδους, όπως η λογιστική, η οικονομία, η δημοσιονομία και το εμπορικό δίκαιο. Α. ενός χρέους είναι τρόπος τμηματικής επιστροφής του οφειλόμενου ποσού, ο οποίος βασίζεται στην καταβολή… … Dictionary of Greek
δημοσιονόμος — ο ο ειδικός στη δημοσιονομία. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1881 στον Ιωάν. Ζωγράφο] … Dictionary of Greek
φορός — Το μέρος εκείνο του εθνικού εισοδήματος που παίρνουν οι δημόσιοι οργανισμοί από τις ιδιωτικές οικονομικές μονάδες, για να εξασφαλίζουν τα μέσα που χρειάζονται για την ανάπτυξη της δικής τους δραστηριότητας. Ο φ. αποτελεί το όργανο διαμέσου του… … Dictionary of Greek
φόρος — Το μέρος εκείνο του εθνικού εισοδήματος που παίρνουν οι δημόσιοι οργανισμοί από τις ιδιωτικές οικονομικές μονάδες, για να εξασφαλίζουν τα μέσα που χρειάζονται για την ανάπτυξη της δικής τους δραστηριότητας. Ο φ. αποτελεί το όργανο διαμέσου του… … Dictionary of Greek
δημοσιονομικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στη δημοσιονομία: Η δημοσιονομική πολιτική της κυβέρνησης δέχεται πολλές κριτικές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δημοσιονόμος — ο, η ο επιστήμονας που ασκεί τη δημοσιονομία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)